ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Σχέσεις

Η συνθηκολόγηση των Πρεσπών και η λέσχη των προθύμων

Γιώργος Κοντογιώργης
από το: http://contogeorgis.blogspot.com

  1. Η συμφωνία των Πρεσπών ως συνθηκολόγηση

Η λεγόμενη συμφωνία των Πρεσπών είναι στην πραγματικότητα μια συνθήκη συνθηκολόγησης που μια χώρα υπογράφει μόνο μετά από μια ολική πολεμική ήττα. Όντως, η κυβέρνηση της Ελλάδας εκχωρώντας αμαχητί το σύνολο των απαιτήσεων που προέβαλε ο πιο ακραίος εθνικισμός της γείτονος έγινε οργανικός φορέας του. Παρέδωσε περισσότερα από όσα είχε αξιώσει ο Κίρο Γκλιγκόροφ.

Στο παρελθόν το ελληνικό κράτος γνώρισε πολλές ήττες οι οποίες ουσιαστικά οργανώθηκαν όλες στην Αθήνα. Η εθνική της ταυτότητα όμως, όσο και αν συρρικνωνόταν ο ελληνισμός,  δεν ετέθη ποτέ υπό αμφισβήτηση. Με τη συνθηκολόγηση των Πρεσπών για πρώτη φορά εκχωρείται σε τρίτη χώρα ελληνική εθνική ταυτότητα. Διότι, η Μακεδονία δεν είναι πια μια απλή γεωγραφία, που μπορεί κανείς να την μοιράσει χωρίς πρόβλημα μεταξύ διαφόρων χωρών που κατοικούνται από τους λαούς τους. Με το να αναγνωρίζεται εθνικό πρόσημο στη γεωγραφία της Μακεδονίας, το οποίο το μονοπωλεί μια μόνο εθνότητα, η οποία επιπλέον διεκδικεί τα ιμάτια του ελληνικού εθνικού κορμού, η εθνότητα αυτή μεταβάλλεται σε όχημα διαμοιρασμού του ελληνικού πολιτισμού, δηλαδή της εθνικής ταυτοτικής βάσης του ελληνισμού. Ο διαμοιρασμός αυτός δεν αφορά όπως νομίζεται μόνο την αρχαία ιστορία, αλλά το σύνολό της, αδιάπτωτα μέχρι τον 20ο αιώνα.

2. Η ιδεολογία της συνθηκολόγησης, πίσω από τη συμφωνία

Το επιχείρημα της συνθηκολόγησης και του διαμοιρασμού του έθνους διατυπώθηκε στη Βουλή: «δεν μας ενοχλεί, είπε βουλευτής του Σύριζα, ο εθνικισμός των γειτόνων αλλά ο εθνικισμός των Ελλήνων». Πρέπει να κοντύνουμε λοιπόν το εθνικό μέγεθος των Ελλήνων για να μην ενοχλούν την «πολιτική ορθότητα» των  εξωνημένων της ελλαδικής πολιτικής νομενκλατούρας.

Το επιχείρημα αυτό, που εκφράσθηκε συγκεκριμένα από την Συριζαία Αριστερά στην πράξη («να αναγνωρισθούν τα Σκόπια ως Μακεδονία ακόμη και χωρίς επιθετικό προσδιορισμό, με επισκέψεις υποστήριξης στη γειτονική χώρα, κλπ), συνοδεύεται από την άποψη που διατύπωσε σε μια αποστροφή του λόγου του ο Τσιπραίος πρωθυπουργός, ότι δεν δικαιούται να στερήσει από τον «άλλον» το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού. Ως ιδεολογικά προδιατεθειμένος να αποτελέσει το  όχημα στην υπηρεσία του εθνικισμού των γειτόνων, και μετά βεβαιότητος ως αμαθής, συγχέει το καθόλα εύλογο αυτό δικαίωμα με το εγχείρημα των Σκοπιανών όχι να αυτοπροσδιορισθούν με βάση το δικό τους εθνοτικό/ταυτοτικό  ιδίωμα (λχ ως Σλαβομακεδόνες), αλλά με γνώμονα την ταυτότητα του γείτονά του, δηλαδή με την υφαρπαγή της δικής του ταυτότητας. Εν προκειμένω η υφαρπαγή αυτή αφορά ένα σημαίνον μέρος της ελληνικής εθνικής ταυτότητας που ενσαρκώνει ο ιστορικός βίος των Ελλήνων της Μακεδονίας από την αρχαιότητα έως τις ημέρες μας. Με άλλα λόγια, οι Σκοπιανοί δεν αρκούνται στο δικό τους εθνοτικό/πολιτισμικό ιδίωμα, ουδέ καν σε εκείνο το μέρος του που βιώθηκε επί μακεδονικού εδάφους, ώστε να αυτοπροσδιορισθούν έστω ως Σλαβομακεδόνες. Διεκδικούν το σύνολο του πολιτισμικού κεκτημένου που εμπραγματώθηκε επί του μακεδονικού εδάφους. Το διεκδικούν με τρόπο άμεσο, ιδιοποιούμενοι το μέρος του ελληνικού πολιτισμού που παρήχθη από τον ελληνισμό της Μακεδονίας, από την αρχαιότητα έως σήμερα (και όχι μόνο στην εποχή του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου). Το διεκδικούν όμως και κατά τρόπο έμμεσο, πλην όμως απολύτως σαφή, με την οικειοποίηση του όλου της Μακεδονίας ως θεμελίου του εθνικού τους ιδιώματος.

Το ζήτημα ωστόσο δεν είναι τι διεκδικούν αυτοί. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι ο πρωθυπουργός της Ελλάδας αφενός εκχωρεί την αρχαία ελληνική μακεδονική ιστορία με την επισήμανση ότι οι Σκοπιανοί δεν πρέπει να επιδεικνύουν «λαιμαργία» και να την διεκδικούν ολόκληρη («να αποδεχθούν ότι ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος δεν είναι μόνο δικοί τους» sic). Και αφετέρου, δεν δείχνει ότι ενοχλείται από το γεγονός ότι η βυζαντινή και η νεότερη ελληνική ιστορία της Μακεδονίας η σκοπιανή πλευρά θεωρεί ότι της ανήκει εξ ολοκλήρου.    

3. Η πολυσημία της εθνικής ταυτότητας και η άρνησή της ως πολιτισμικής «συνείδησης κοινωνίας»

Οι πρόθυμοι θεράποντες του εθνικισμού των γειτόνων με πρώτους τους χρήσιμους ηλίθιους της Αριστεράς, προσποιούνται ότι αγνοούν πως η σύνολη εθνική ταυτότητα συντίθεται από πλήθος επιμέρους ταυτοτικές/πολιτισμικές συλλογικότητες, τις οποίες εάν αρνηθείς είναι σαν να ακρωτηριάζεις το όλον του εθνικού σώματος. Ο Μακεδόνας Έλληνας, όπως ο Ηπειρώτης, ο Πελοποννήσιος, ο Κρητικός Έλληνας ανήκει στο έθνος των Ελλήνων ως Μακεδόνας Έλληνας κλπ. Δεν είναι απλώς Έλληνας.

Συγχρόνως, οι χρήσιμοι αυτοί ηλίθιοι της Αριστεράς, εμποτισμένοι με τα ιδεολογήματα της άλλοτε ολιγαρχικής και εφεξής βαθιά αντιδραστικής νεοτερικότητας (του Διαφωτισμού), αρνούνται να προσλάβουν το έθνος ως κοινωνικό φαινόμενο, συμφυές με τις κοινωνίες που συγκροτούνται με όρους ελευθερίας (οι ανθρωποκεντρικές κοινωνίες). Εμφανίζοντάς το ως «επινόηση» του κράτους, το στοχοποιούν ως μείζονα εχθρό τους, και μαζί του τον φυσικό του φορέα, την κοινωνία. Η στοχοποίηση αυτή του έθνους και της κοινωνίας, αποκτά πολιτικές διαστάσεις στο μέτρο που η εθνική συλλογικότητα λειτουργεί ως η μήτρα της πολιτισμικής/πολιτικής συνοχής μιας κοινωνίας και επομένως ως η βάση της αντίστασής της ενάντια σε εκείνους που αξιώνουν την ηγεμονία της, την δήωσή της, εντέλει την ιδίω δικαιώματι νομή του κράτους.

Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί η άρχουσα σήμερα Αριστερά εκδηλώνει τόσο μένος και τόση απέχθεια απέναντι σε μια κοινωνία που διεκδικεί ρόλο στα πολιτικά πράγματα. Η τσιπραία Αριστερά, όντας εθισμένη να διαχειρίζεται τον δημόσιο ως ιδιωτικό της χώρο, αλλεργιάζεται με την ιδέα ότι είναι δυνατόν η κοινωνία να μην συντάσσεται ως αγέλη πίσω από την ηγεσία της, δηλαδή τις αποφάσεις της. Η κοινωνία ούτε δικαιούται ούτε είναι ικανή να έχει άποψη. Και στο ζύγι της αξιολόγησης η άποψη της κοινωνίας είναι εξ αντικειμένου αντιδραστική, οπισθοδρομική και επικίνδυνη. Την πρόοδο τη γνωρίζει εξ αποκαλύψεως και την εκφράζει αυθεντικά μόνο η κομματική νομενκλατούρα! Ακόμη και στα ζητήματα που αγγίζουν τον πυρήνα του αξιακού συστήματος της κοινωνίας, η τελευταία δεν δικαιούται να έχει άποψη. Μόνο να ακολουθεί τους καθοδηγητές της (όπως η εθνική της ταυτότητα, αξιοπρέπεια ή ελευθερία κλπ).

Τούτο εξηγεί την οργή της τσιπραίας Αριστεράς απέναντι σε μια κοινωνία που ορθώνει το ανάστημά της στην ιδεολογική της εθελοδουλεία και στην αναίδεια της να βαφτίζει ως αριστερή πολιτική την φτωχοποίησή της, τον φασιστικό τρόπο του φέρεσθαι και την αλαζονική προσέγγιση της άρνησης της κοινωνίας να λειτουργήσει συντεταγμένη στο μαντρί της κομματοκρατίας  («ετερόκλητος όχλος» κ.α.) .

4. Το γεωπολιτικό διακύβευμα της συνθηκολόγησης

Η συνθηκολόγηση των Πρεσπών, θα έχει επίσης ολέθριες συνέπειες στη σταθερότητα της περιοχής και ιδίως για την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας. Διότι ως έθνος των Μακεδόνων που κατοικεί στο Βόρειο τμήμα της Μακεδονίας, δεν θα μπορεί κανείς να εμποδίσει τους Σκοπιανούς να εγείρουν διεκδικήσεις επί του συνόλου της Μακεδονίας, να ονειρεύονται την απελευθέρωση και των άλλων Μακεδόνων αδελφών. Το ανασφαλές και μικρό του κράτους αυτού δεν ακυρώνει τους κινδύνους, όπως νομίζεται. Αντιθέτως, θα ενθαρρύνει όσους αντλούν συμφέρονται από την περιοχή να διατηρούν ή να επαναφέρουν το ζήτημα αυτό. Μακάρι δε να μην γίνει το διακύβευμα αυτό μέρος της υφέρπουσας αντίθεσης μεταξύ βορείων και νοτίων στην εσωτερική πολιτική ζωή της Ελλάδας.

5. Το χάσμα μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, η νεοτερική ολιγαρχική δυστροπία και η ελληνική κακοδαιμονία

Από τη συνθηκολόγηση των Πρεσπών αναδεικνύεται τέλος η ενδημική αντίθεση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής που δημιουργεί το φύσει αναντίστοιχο προς την πολιτική ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας. Μια αιρετή μοναρχία που ταυτοποιείται με το κράτος και τους κατόχους του, ενώ η κοινωνία διατηρείται εγκιβωτισμένη στην ιδιωτεία. Το σύστημα αυτό, καλεί να το λειτουργήσει ένα πολιτικό προσωπικό, το οποίο όπως μαρτυρεί η νεοελληνική ιστορία αποτελεί ξένο σώμα προς την κοινωνική συλλογικότητα. Που επειδή η νομιμοποίησή του στα μάτια της κοινωνίας παραμένει μηδαμινή, έχει γαλουχηθεί με ιδεολογίες εθελοδουλείας, διαπλοκής και ιδιοποίησης του δημόσιου αγαθού. Που ακριβώς γι’ αυτό αναζητεί νομιμοποίηση έξωθεν, για να αντιμετωπίσει την αμφισβήτηση της κοινωνίας. Την οποία κοινωνία σπεύδει να ενοχοποιήσει για τα δικά του πεπραγμένα. Προς την οποία ωστόσο τρέφει μια υψηλή περιφρόνηση, την διαχειρίζεται ως «ετερόκλητο όχλο» δηλαδή ως αγέλη. Το νέο της Συριζαίας Αριστεράς είναι ότι θεωρεί πως κατέχει ως μύστης της αυθεντίας την απόλυτη αλήθεια και ως «Μέγας Ιεροεξεταστής» το δικαίωμα να ταξινομεί ό,τι αντιτείνει στις αποφάσεις της έξω από τη δημοκρατική έννομη τάξη, ως κατ’ελάχιστον ακροδεξιό.

6. Ο φασισμός είναι τρόπος, πριν γίνει σύστημα

Η διαχείριση της λαϊκής αντίθεσης στη συνθηκολόγηση από τον πρωθυπουργό με την προβολή από αυτόν του δόγματος ότι το «έθνος είμαι εγώ», συνομολογεί ότι η ελληνική χώρα ζει την καθόλα εκφυλισμένη εκδοχή της αιρετής μοναρχίας με τον πολιτικό τρόπο του φασισμού. Πριν από λίγες εβδομάδες, συνεκτιμώντας τον πολιτικό τρόπο της τσιπραίας διακυβέρνησης είχα πει ότι ο φασισμός είναι πρώτα τρόπος και μετά σύστημα. Ο τρόπος που διαχειρίσθηκε το προχθεσινό συλλαλητήριο (αλλά και τα προηγούμενα), αν αθροισθεί με άλλες πολιτικές, όπως  στο πεδίο της επιλεκτικής εφαρμογής του νόμου, της εκκόλαψης του αυγού του φιδιού της ανομίας, της στοχευμένης  φτωχοποίησης ευρέων κοινωνικών στρωμάτων και της μεταβολής τους σε (επιδοματούχους) διακονιάρηδες της ζωής, η μεταβολή της πολιτικής ευτέλειας σε πολιτική κανονικότητα κατά τη διαχείριση των πολιτικών πραγμάτων, οι σκοτεινές διαδρομές της με το παρακράτος του κράτους και των δυνάμεων του περιθωρίου, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μίγμα που λίγο απέχει από του να γίνει ο φασισμός από τρόπος σύστημα.

7. Η εφιαλτική θεμελίωση της λογικής του πολιτικού συστήματος. Η ανάγκη αλλαγής πολιτείας

Η συνθηκολόγηση στο μείζον μακεδονικό ζήτημα δεν αποκάλυψε απλώς το χαοτικό χάσμα που χωρίζει το ουσιώδες της άρχουσας πολιτικής τάξης από τη κοινωνία και το κοινό συμφέρον. Χάσμα που διασφαλίζει η λογική του πολιτεύματος που καθιερώνει το ίδιο το Σύνταγμα. Άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου, τις συνέπειες του οποίου, η απλή εναλλαγή στην εξουσία δεν δύναται να θεραπεύσει.

Στον πυρήνα της, η κρίση που διέρχεται η ελληνική χώρα σήμερα, περισσότερο από ποτέ, δεν είναι ανατάξιμη, χωρίς μια αλλαγή πολιτείας. Μια αλλαγή, που θα υποχρεώνει θεσμικά την πολιτική τάξη να ακολουθεί εκ του σύνεγγυς την βούληση της κοινωνίας. Που θα μεταφέρει τη συνάντηση της κοινωνία με την πολιτική εντός της πολιτείας και όχι στους δρόμους και στις πλατείες. Που θα μεταβάλει εν ολίγοις το πολιτικό σύστημα, από αιρετή μοναρχία σε αντιπροσωπευτική πολιτεία.

Είναι πια καιρός η ελληνική κοινωνία να δραπετεύσει από τα ιδεολογικά δεσμά που ύφαναν από κοινού στο μυαλό της οι εντόπιοι και οι ξένοι κατακτητές της. Να αναλογισθεί την σημασία της διερώτησης, αντί να διαδηλώνει στους δρόμους για να εμποδίσει την κυβέρνηση να βλάψει την ίδια και τη χώρα, να αξίωνε να συναινεί κατ’ελάχιστον για τις μείζονες αποφάσεις της. Πιστεύει άραγε ότι το μίγμα της συμφωνίας για το μακεδονικό ζήτημα θα ήταν το ίδιο εάν έπρεπε να ερωτηθεί γι’αυτό; Διερωτώμαι με τη σειρά μου γιατί δεν βρίσκει εξ ορισμού εφιαλτικό να εμπιστεύεται τις τύχες της, τις τύχες της χώρας, σε ένα άτομο, παραιτούμενη συγχρόνως από το ελάχιστο δικαίωμα του ελέγχου, της ανάκλησης, της συναίνεσής της στην καθημερινή πολιτική διαδικασία, να λειτουργεί εντέλει ως εντολέας.

Εάν η συνθηκολόγηση την οποία υπέγραψε η τσιπραία διακυβέρνηση, δεν την οδηγήσει στη συνειδητοποίηση ότι το πρόβλημα της χώρας είναι θεμελιωδώς πολιτικό, θα συνεχίσει μετά βεβαιότητος να απορεί για τα κοινωνικά απόβλητα που θα καλούνται να ορίσουν το μέλλον της, κυρίως όμως για τις επερχόμενες σε τελική ανάλυση καταστροφές που θα συσσωρεύουν στη χώρα οι νομείς της.    

21.1.2019 

ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ ΤΟ
Share on facebook
Facebook
Share on twitter
Twitter
Share on google
Google
Share on email
Email
Share on print
Print