Σήμερα, 14 Φεβρουαρίου, είναι η ημέρα της Αγάπης, καθώς γιορτάζουν οι ερωτευμένοι!
Μόνο που με τόσες καρδούλες, σοκολατάκια, κόκκινα αρκουδάκια κλπ, αναρωτιέται κανείς που πήγε η αγάπη!
Οι έρωτες, όταν δεν υπάρχει αγάπη στην καρδιά, κρατάνε λίγο…
Ο υπέροχος “Υμνος στην Αγάπη” του Αποστόλου Παύλου, τελειώνει με τα λόγια “πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ άγάπη”
Γι’ αυτό κι εμείς, σήμερα προσφέρουμε στην αγάπη σας τρία ποιήματα, για την πίστη, την ελπίδα, και την αγάπη, που ξέρει να θυσιάζεται και να προσφέρει!
Μη φοβηθείς το σπίτι, που άνοιξε
βαθιά στη γη τα θέμελα του,
κι ας έλθουν χίλιοι ανεμοστρόβιλοι
και τη σκεπή του ας ρίξουν κάτου.
Μη φοβηθείς το δέντρο , που άπλωσε
τις ρίζες του βαθιά στο χώμα,
κι ας σπάσει την κορφή του ο άνεμος
και τα πυκνά κλαδιά του ακόμα.
Μη φοβηθείς αυτόν, που στήριξε
στην Πίστη επάνω την Ελπίδα.
Τον είδα στη ζωή να μάχεται
μα πάντα ανίκητο τον είδα.
Ιωάννης Πολέμης
Δεν έχεις Πίστη, όταν τα στάχια σου
προσμένεις να γενούν σιτάρι,
κι από τ΄ άκαρπο δεντρί, που κέντρωσες,
προσμένεις καρπερό βλαστάρι!
Πίστη έχεις, όταν από το χέρσωμα
κι από τα αστραποκαμένα ξύλα,
προσμένεις τους καρπούς ολόδροσους
και καταπράσινα τα φύλλα.
Δεν έχεις Πίστη, όταν, πηγαίνοντας
το δρόμο του βουνού, προσμένεις
να φτάσεις ως το ανάερο ψήλωμα
κάποιας κορφής μαρμαρωμένης.
Πίστη έχεις, όταν, αλυσόδετος,
μέσα από τα βάθη της αβύσσου,
προσμένεις ως τα ουράνια ελεύτερο
να φτερουγίσει το κορμί σου.
Δεν έχεις Πίστη, όταν τ’ απόβραδο
προσμένεις να προβάλλουν τ΄ άστρα,
και με του πετεινού το λάλημα
να φέξη η αυγή ροδογελάστρα!
Πίστη έχεις, όταν- όσο αλόγιστο
και πλάνο ο νους σου κι αν το ξέρει-
προσμένεις ήλιο τα μεσάνυχτα
κι αστροφεγγιά το μεσημέρι.
Δεν έχεις Πίστη, όταν, πιστεύοντας,
ρωτάς την κρίση και τη γνώση!
Δεν έχεις Πίστη, όταν την πίστη σου
στο λογικό έχεις θεμελιώσει!
Πίστη έχεις, όταν κάθε σου όνειρο
το ανάφτεις στο βωμό της τάμα,
κι αν κάποιο τάμα σου είναι αδύνατο,
προσμένεις να γενεί το θάμα.
Γεώργιος Δροσίνης
Σὲ μιὰ γωνιὰ περαστικὴ
γέρος φτωχὸς ἔχει καθίσει.
Κόσμος, πολὺς περνᾶ ἀπ’ ἐκεῖ,
καὶ ἴσως θὰ τὸν ἐλεήση
καμιὰ ψυχή, ποὺ ἔχει μάθει
νὰ συμπονῆ τὰ ξένα πάθη.
Σὲ λίγο ὅλος προσοχὴ
ἔφερ’ ἐκεῖ τὰ βήματά του
κι ἄλλος φτωχὸς-τὸ δυστυχή!
Μὲ ὅλη τὴ νεότητά του
ἕχει στὸ φῶς του μαύρη σκέπη·
εἶναι τυφλός! τυφλός! Δὲ βλέπει!
Ἄχ! τί ζευγάρι θλιβερό!
Τὰ νιάτα τὰ δυστυχισμένα
κι ἀπὸ τὸν ἄγριο καιρὸ
τὰ γηρατειὰ τὰ μαραμένα
βλέπει ἐκεῖ ὅποιος περνάει
νὰ ζητιανεύουν πλάι-πλάι.
Ὅμως κανεὶς τὰ γηρατειὰ
τὰ χιονοσκέπαστα λυπᾶται!
Στὸ γέρο ρίχνουν μιὰ ματιά,
τὸν ἐλεοῦνε οἱ διαβάται
μὰ οὔτε ἕνας τους δὲ δίνει
και στὸν τυφλὸ ἐλεημοσύνη.
Μὲ πονεμένη τὴν καρδιὰ
ἀνασηκώνεται νὰ πάη…
Ἄχ! θὰ περάση τὴ βραδιὰ
καὶ σήμερα χωρὶς νὰ φάη…
Γι’ αὐτὸ τοὺς ἄλλους τί τοὺς νοιάζει;
Καὶ ὁ τυφλὸς ἀναστενάζει…
Μὰ ἔξαφνα κάποιος ζητᾶ
μὲς στὴν παλάμη νὰ τοῦ δώση
χρήματα λίγα, μ’ ἀρκετά,
ἕνα ψωμὶ γιὰ νὰ πληρώση.
–Σοῦ εὔχετ’ ἡ φτωχὴ καρδιά μου
τιμὲς καὶ δόξες, ἄρχοντά μου!
Εἶπεν εκεῖνος, επειδή,
τυφλὸς ποὺ ἦταν, δὲν μποροῦσε
μὲ δάκρυα χαρᾶς νὰ δῆ
πὼς σπλαχνικὰ τὸν ἐλεοῦσε
ὁ γέρος, ελεώντας πάλι
καθὼς τὸν ἐλέησαν ἄλλοι.
Γεώργιος Δροσίνης