( Ο Ρήγας των Αθηνών κάλεσε όλα τα παλικάρια σε αγώνες με το κοντάρι, κι ο νικητής θα κέρδιζε την τζόγια, το χρυσοπλούμιστο στεφάνι, από τα χέρια της Αρετούσας. Εκεί, στο στάδιο του αγώνα φανερώθηκαν του καθ’ενός τα γνωρίσματά, όχι μονάχα της αντρειωσύνης και της παλληκαριάς, μα και της ευγένειας και της σεμνότητας και της χάρης του λόγου, ή αντίθετα, της αγριωσύνης, της μισανθρωπίας και της καυχησιάς. Εκεί γεννήθηκε μιά δυνατή φιλία, μεταξύ του Γλυκαρέτη, Αφέντη της Αξιάς, και του Κυπρίδημου, Ρηγόπουλου της Κύπρου, που είχαν κι οι δυό τους την Ελληνική λεβεντιά. Η άξια κι αληθινή φιλία, θέλει άξιους κι αληθινούς ανθρώπους!)
Ας ακούσουμε την διήγηση του Β. Κορνάρου:
…Ο Γλυκαρέτης ο γλυκύς, τ’ όμορφο παλληκάρι,
καβαλλικεύει το ζιμιό, και πιάνει το κοντάρι.
Του Κυπριώτη εσίμωσε μ’ όψη αναγαλλιασμένη,
και με μιλιά και με λαλιά γλυκιά και ζαχαρένη,
ΓΛΥΚΑΡΕΤΗΣ
λέγει του: «Αφέντη, εγώ θωρώ η νιότη σου ίντα ξάζει,
κι όσοι είναι επά, στην αντρειά ουδένας δε σου μοιάζει.
Μ’απείτις κ’εις το κάλεσμα ήρθα κι εγώ του Ρήγα,
καλά και να’ μαι ακάτεχος και να μπορώ και λίγα,
κι εδόθηκέ μου σήμερο μ’ έτοιο θεριό να δράμω,
κι οπίσω α ’θέλω να συρθώ, ντροπή είναι να το κάμω.
Και κάνει χρειά ν’αντρειευτώ σ’ πράματα τιμημένα,
κι αν πέσω κι από τ’ άλογον, είν’ κι άλλοι σάν και μένα.
Μα το κονταροχτύπημα τούτο, ότινος και α’ λάχει,
πρεπό ’ναι για να γίνεται δίχως κακιά και μάχη.
Κι ανέν’ κι όλοι ήρθαμεν επά ογιά τιμή του Ρήγα,
δεν πρέπει να μανίζωμεν ουδέ πολλά, ουδέ λίγα.
Εγώ κατέχω το καλά πως με νικάς για πρώτη,
την πεσματιά μου κι απο’ δά μου φαίνεται θωρώ τη.
Την πεσματιά και τον χαημόν εγώ σ’ κακιά δεν τα ’χω,
μα πάντα να ΄σαι Αφέντης μου, να σε τιμώ όπου λάχω.
Και βάρει μου όπου σου φανεί, και πάλι εγώ να κάμω
καλοσυνάτα ότι μπορώ, εδά που θε’ να δράμω».
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ν’ ακούσει το Ρηγόπουλο, με πόση σπλαχνοσύνη
ο Γλυκαρέτης του μιλεί τότες, την ώρα κείνη,
σ’ μεγάλην καλοθέληση για λόγου ντου κινήθη,
και με σπλαχνότητα πολλή όμορφ’ απηλογήθη.
ΚΥΠΡΙΔΗΜΟΣ
Αδέρφι μου, με τους κακούς κι εγώ κακωσυνεύγω,
μα την αγάπη θέλω τη και πάντα τη γυρεύγω.
Κι εκείνοι οι δυό, που πέσασι, κι οπού με φοβερίζαν,
το δίκιον τως και τ’άδικο ποσώς δεν το γνωρίζαν.
Κι άς τους εκείνους κι άς μιλούν, κι άς τους να φοβερίζουν,
μα σέ γροικώ τα λόγια σου πολλή αρχοντιά μυρίζουν,
και λέω σου το σήμερον ογιά να το κατέχεις,
πως φίλο σου παντοτινό και δουλευτή να μ’ έχεις.
Μα στο κονταροχτύπημα ετούτο κάνει χρεία
να δείξωμε τη δύναμη κι όλη μας την αντρεία.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Εδέτσι με λυπητερά λόγια ξεχωριστήκα,
κι εκεί που θε να τρέξουσι σ’τσι τόπους εσυρθήκα.
Ως αποφτειάσαν τα κορμιά, τη σάλπιγγα γροικήσα,
και τα κοντάρια σφίξασι, κι ως λιόντες εκινήσα.
Κι οι δυό ήρθαν μ έτοια δύναμη, όπου περνά τη φύση,
κι ένα βουνίν εθέλασι σαλέψει και κουνήσει.
Οι κονταριές εδώκασι στο σιδερό στομάχι,
και μ’ολον οπού ετρέξασι δίχως κακιά και μάχη,
ήσανε τόσο δυνατές, που οι άλλοι τσ’ετρομάξα,
και τούτοι από τον πόνο τως εβαριαναστενάξα.
Τα σωθικά ματώσασι κι αίμα πολύν εφτύσα,
και μέσ’τα φύλλα της καρδιάς τον πόνο εγροικήσα.
Ο Κυπριώτης μέσα ντου ήλεγ’ εδά γνωρίζω,
ότι δεν είδα ουδ’έπραξα σ’τσι τόπους που γυρίζω,
σήμερον ηύρα ένα κορμί στων Αθηναίων τα μέρη,
που εις καλωσύνη κι αντρειά ποθές δεν έχει ταίρι.
Την δύναμή του μάζωξε, παρά ποτέ τη θέλει,
δειλιά τον τον Γλυκάρετο, κι ας είν ’και πλιά κοπέλλι.
Ζητούν κοντάρια δυνατά, κι ο γείς κι ο άλλος θέλει,
να δούν τη δεύτερη φορά η τζόγια τίνος μέλει.
Και καθανείς ότι μπορεί την ώρα εκείνη κάνει,
έτσι για νά’ χει τον αθό, ωσάν και το στεφάνι.
Μ’ακούσετε το ριζικό πως ήρθε να μποδίσει,
στο δεύτερο κοντάρεμα δε θέλει να τσ’ αφήσει.
Σ’ένα καιρό κινήσασι τα όμορφα παλληκάρια,
και σφίγγου στη μασκάλη τως τα δυνατά κοντάρια.
Μ’ απάνω στο μεσόστρατον οπού ’τρεχεν ο Αξιώτης,
τ’άλογο ήκαμ’ άδικο της όμορφής του νιότης.
Εκαταπεδουκλώθηκε, πέφτει κουλουμουντρίζει,
τον καβαλλάρη πλάκωσε, τη χέραν του τσακίζει.
Κ’ ήτο μεγάλο και πολύ η μοίρα ν’ αδικέψει,
κι έτοιας λογής αλύπητα να τονε ζιγανέψει.
Καλά και πάλι νά γιανε, σαν πρώτας νά ’ν η χέρα,
πούρ’ ήχασεν ότ’ ήπασκεν εκείνην την ημέρα.
Ετρέξαν όλοι, εβγάλαν τον απ’ τ’ άλογο από κάτω,
κι αυτόνος με γλυκότητα στά ’κουγε πιλογάτο:
ΓΛΥΚΑΡΕΤΗΣ
Ετούτο οπού μού’ λαχε, δε με πολυπικραίνει,
κι ουδέ τη χέρα μου γροικώ, να ν’ τόσο τσακισμένη.
Κι ας είν’ για το καλύτερο, ουδ’ εις κακό το βάνω,
κι ό,τι κι άν φέρνουν οι καιροί, πάντα εις καλό το πιάνω.
Με λιόνταν εκαλέστηκα την σημερνήν ημέρα,
και τις κατέχει αν ηύρισκεν άλλο παρά τη χέρα;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Εκεί ΄τον κι ο Ρηγόπουλος, κι εγροίκα ντου είντα λέει,
κι αναδακρυώνει και πονεί, και το κακόν του κλαίει.
Την κεφαλή ξαρμάτωσε, και σπλαχνικά του μίλειε,
κι ήσκυφτε και συχνά συχνά κλαίοντας τον εφίλειε
λέει του,
ΚΥΠΡΙΔΗΜΟΣ
Απείς το ριζικό το θέλησε κ’ η μοίρα,
και μετά σένα άδικα νίκος κακόν επήρα,
κι αν είχεν λείψει η πεσματιά π’ αδίκεψεν εσένα,
γνωρίζω πως δεν ήφτανεν η δύναμή μου εμένα
να σε νικήσω. Το λοιπό, κείνο που το κοντάρι
δεν ήκαμε, ας το κάμωμε με της φιλιάς τη χάρη.
Κι όποιος με σπλάχνος κι αρχοντιά τον άλλο μας νικήσει,
να κράζεται πιό δυνατός σ’ Ανατολή και Δύση.
Κι αγάπα με να σ’ αγαπώ, και πάντα ώστε να ζούμε
νάρχωμαι εκεί που βρίσκεσαι και νάρχεσαι εκεί πού ’μαι.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Είπανε κι άλλα σπλαχνικά λόγια οι δυό ντως τούτοι,
πολλά κερδαίνει η φρόνεψη και τσ’ αρχοντιά τα πλούτη.
Εκείνοι που γροικούσανε στέκοντας μετ’ αυτείνους,
πράξι και μάθημα καλό επαίρναν από εκείνους.