Ομιλία του Γεωργίου Σεφέρη κατά την ανακήρυξη του ως επίτιμου Διδάκτωρος της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη, 1964.
Ένα κείμενο πολύτιμο για όποιον ενδιαφέρεται για την γλώσσα μας, την ποίηση και κυρίως για την αξία της παράδοσής μας.
«Εδώ, στις χώρες του Μεγαλέξαντρου είταν αναπόφευκτο να θυμηθώ τον θρυλικό βασιλέα και το λόγο του, καθώς τον μνημονεύει η περιώνυμη «φυλλάδα»: «των βασιλέων τα δώρα πάντοτε πολλά πρέπει να είναι». Μου εκάματε ένα βασιλικό δώρο, σεις που κρατάτε τα φώτα της σοφίας σ’ αυτό το σύνορο … Στην ίδια «φυλλάδα» υπάρχει ένας λόγος ακόμη: «Όταν ο Αριστοτέλης ρώτησε τον Αλέξαντρο: «το μάλαμα και τον πλούτο όπου επήρε από όλον τον κόσμο που τον έχει;», εκείνος αποκρίθηκε: «οι ηγαπημένοι μου σύντροφοι και ο λαός είναι το μάλαμα και ο πλούτος μου»…
…Έχουμε μίαν ιδιότροπη ιστορία· πώς να την πω αλλιώς· εμείς οι σημερινοί Έλληνες. Η συνέχεια της ελεύθερης ανάπτυξης της ζωής μας κόπηκε από μία «νύκτα αιώνων». Αυτό είναι το χοντρό γεγονός· δεν πρόκοψαν αρμονικά τα διάφορα κλωνάρια της ζωής του σημερινού ελληνικού κόσμου. Κι όταν ελευθερωθήκαμε, η προσπάθεια για την απελευθέρωση, και η ίδια η απελευθέρωση, μας έφερε τέτοιες αντιδράσεις και προκάλεσε τέτοια φαινόμενα, που ακόμη σήμερα λογαριάζουμε κάποτε πόσα πράγματα τεχνητά δημιούργησε το νεογέννητο Ελλαδικό κράτος. Από αυτά τα τεχνητά είναι και η ροπή μας προς την επιφανειακή ρητορεία, αυτή τη λοιμική. Ίσως αυτά να μην έγιναν τότε από το μηδέν. Είναι πολύ πιθανό πως είχαν κι άλλα αίτια. Όμως καλλιεργήθηκαν και προστατεύθηκαν όσο ποτέ κάτω από τον ίσκιο της ελευθερίας που μας χάρισαν οι καταπληκτικοί εκείνοι άνθρωποι του Εικοσιένα. Είναι οδυνηρή η αντίθεση, όταν τα αναλογίζεται κανείς…
Βρισκόμαστε σ’ ένα σταυροδρόμι· δεν είμασταν ποτέ απομονωμένοι· μείναμε πάντα ανοιχτοί σ’ όλα τα ρεύματα – Ανατολή και Δύση· και τ’ αφομοιώναμε θαυμάσια τις ώρες που λειτουργούσαμε σαν εύρωστος οργανισμός. Είμαστε τώρα μέρος της λογοτεχνίας της Ευρώπης … και συνταραζόμαστε κι εμείς, δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα, από διαδοχικές κρίσεις, αποκαλυπτικές εφευρέσεις και φόβους, που δεν αφήνουν τον ανθρώπινο νου να ηρεμήσει· σαν την καλαμιά στον κάμπο. Μπροστά σ’ αυτά τι μας μένει για να βαστάξουμε αν απαρνηθούμε τον εαυτό μας; Δε μένω τυφλός στα ψεγάδια μας, αλλά έχω την ιδιοτροπία να πιστεύω στον εαυτό μας…
… Η προσωπική μου εμπειρία μου δείχνει πως το πράγμα που με βοήθησε, περισσότερο από κάθε άλλο, δεν ήταν οι αφηρημένοι στοχασμοί ενός διανοούμενου, αλλά η πίστη και η προσήλωσή μου σ’ έναν κόσμο ζωντανών και περασμένων ανθρώπων· στα έργα τους, στις φωνές τους, στο ρυθμό τους, στη δροσιά τους. Αυτός ο κόσμος, όλος μαζί, μου έδωσε το συναίσθημα πως δεν είμαι μια αδέσποτη μονάδα, ένα άχερο στ’ αλώνι. Μου έδωσε τη δύναμη να κρατηθώ ανάμεσα στους χαλασμούς που ήταν της μοίρας μου να δω. Κι ακόμη, μ’ έκανε να νιώσω, όταν ξαναείδα το χώμα που με γέννησε, πως ο άνθρωπος έχει ρίζες, κι όταν τις κόψουν πονεί, βιολογικά, όπως όταν τον ακρωτηριάσουν. …
…Κι όλα τούτα θα μπορούσα να τα ονομάσω με τη λέξη παράδοση, που την ακούμε κάποτε ψυχρά και μας φαίνεται υπόδικη. Αλήθεια, υπάρχουν ροπές που νομίζουν πως η παράδοση μας στρέφει σε έργα παρωχημένα και ανθρώπους παρωχημένους· πως είναι πράγμα τελειωμένο και άχρηστο για τις σημερινές μας ανάγκες· πως δεν μπορεί να βοηθήσει σε τίποτε τον σημερινό τεχνοκρατικό άνθρωπο που γνώρισε φριχτούς πολέμους και φριχτότερα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην κατάσταση του θηρίου και την κατάσταση του ανδροειδούς. Η παράδοση είναι λοιπόν ένα περιττό βάρος που πρέπει να εξοβελιστεί; Μου φαίνεται πως αυτές οι ροπές εκπορεύονται από τη σύγχρονη απελπισία για την αξία του ανθρώπου. Είναι τα συμπτώματα ενός πανικού, που εν ονόματι του ανθρώπου τείνουν να κατακερματίσουν την ψυχή του ανθρώπου. Όμως τι απομένει αν βγάλουμε από τη μέση τον άνθρωπο; …
…Αλλά ότι και να κάνουμε, όσο και να μας απελπίζουν κάποτε οι κακές πλευρές της πολυμήχανης εφευρετικότητάς μας, είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι; Δε γυρεύω μήτε το σταμάτημα, μήτε το γύρισμα προς τα πίσω· γυρεύω το νου, την ευαισθησία και το κουράγιο των ανθρώπων που προχωρούν εμπρός”.
Περιέχεται στο τεύχος: Ὁ Γιῶργος Σεφέρης ἐπίτιμος διδάκτωρ τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς, ἔκδοση Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, 1965.
Πηγή (με το πλήρες κείμενο):