Κάθε Έλληνας δεν μπορεί παρά να συγκινηθεί βαθειά διαβάζοντας την ΟΔΥΣΣΕΙΑ. Στο σχολείο την διδαχτήκαμε, αλλά δεν την αγαπήσαμε όσο της άξιζε, ίσως γιατί κι εμείς, ως ανώριμοι νεοέλληνες έφηβοι, δεν της αξίζαμε. Τώρα, διαβάζοντας την ξανά και ξανά, νοιώθουμε τον χρόνο χιλιετιών να εκμηδενίζεται και αφουγκραζόμαστε την φωνή του Ομήρου να διηγείται με λέξεις-έργα τέχνης, τον αγώνα του ανθρώπου να βρει αυτό για το οποίο πλάστηκε.
Εξ ίσου γοητευμένοι διαβάσαμε το βιβλίο του φιλολόγου κ. Κωνσταντίνου Γανωτή «Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ» (Εκδόσεις ΠΗΛΟΣ, 2η έκδοση 2009), που με βαθειά ψυχολογική σκέψη ανιχνεύει την κλωστή που συνδέει τις Ομηρικές αξίες με την Ελληνική λαϊκή παράδοση και ηθική. Αυτή η κλωστή ποτέ δεν κόπηκε, έφτασε σε μας σαν «κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη…», γι’ αυτό ποτέ στ’ αλήθεια δεν ξεχάσαμε τον Οδυσσέα, την Πηνελόπη, τον Τηλέμαχο, τον Εύμαιο, τη Ναυσικά. Διαβάζοντας την ΟΔΥΣΣΕΙΑ είναι απλά σαν να κοιταζόμαστε στον καθρέφτη.
Παραθέτουμε αποσπάσματα από το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του κ. Γανωτή, «Απόλογος του συγγραφέα»:
…Και ύστερα από αυτή την επίμονη και μακριά πορεία στη ζωή, όταν είχαν ασπρίσει τα μαλλιά μου, άρχισα να αισθάνομαι έτοιμος να διαβάσω Όμηρο. Τότε μόλις ανακάλυψα ότι τον αγαπούσα και τον καταλάβαινα.
Μέσα σε μια Ευρωπαϊκή κοινωνία που σαρωνόταν από τον ορθολογισμό και τις ιδεολογίες, την αποθέωση της πολιτικής και της οικονομίας, διάβαζα με απερίγραπτη συγκίνηση τους πρώτους στίχους της Οδύσσειας «Άνδρα μοι ένεπε…». Κι άφηνα πίσω τα σχήματα της σκέψης και τους διαλογισμούς κι ακολουθούσα τον Οδυσσέα νιώθοντάς τον μέσα στην καρδιά μου πως είναι ο πατέρας μου, ή ο μακρινός παππούς μου, που από τα βάθη των αιώνων μου έδειχνε τον καλό δρόμο.
Ο Οδυσσέας είναι ένας άνθρωπος κουρασμένος αλλά όχι εξουθενωμένος, γιατί μέσα σ’ όλα τα βάσανά του σώζει ακέραια την αξιοπρέπειά του, την πίστη και τη θέλησή του να φτάσει στην αλήθεια. Τους ακούσιους πειρασμούς τους αντιμετώπιζε επιθετικά, με θεληματική αποδοχή του πόνου και των στερήσεων, όπως και οι ασκητές της Εκκλησίας μας. Έβλεπε τα βόδια του Ήλιου να βόσκουν δίπλα του και υπέμεινε την πείνα με ηρωική εγκαρτέρηση. Γιατί απέβλεπε προς την Ιθάκη δηλ. προς την μακαρίαν ελπίδα, όπως λέμε τώρα οι χριστιανοί. Και τον καταλάβαινα, γιατί κι εγώ νήστευα στις μέρες που όριζε η Εκκλησία.
…Στα σχολεία μας αυτή η ασκητική μαρτυρία της αγάπης και του ονείρου από τους φιλολόγους μελετητές και δασκάλους των Ομηρικών επών αντιμετωπίζονταν ως μυθολογικό εύρημα για το δέσιμο του μύθου. Οι διανοούμενοι γενικά περιφρονούσαν κάθε κίνημα της καρδιάς και γι αυτό ήταν πάντοτε οι εξόριστοι της πραγματικής εθνικής ζωής κι αυτή την αυτοεξορία τους την λογαριάζουν για ελευθερία. Έτσι ο λαός που αγαπάει, ονειρεύεται, λατρεύει, φοβάται, ντρέπεται, νηστεύει, μετανοεί, πανηγυρίζει, είναι ο τύπος του Οδυσσέα, ενώ οι διανοούμενοι είναι οι νήπιοι, «οί κατά βούς υπερίονος Ηελίοιο ήσθιον». Γι αυτό «ό τοίσιν αφείλετο νόστιμον ήμαρ».
…Από τον Όμηρο διδάχθηκα ότι ο σωστός και ολοκληρωμένος άνθρωπος είναι αυτός, που συνδυάζει τη σοφία με την ευσέβεια… Ο Όμηρος ακόμα με δίδαξε πως δεν υπάρχει προκοπή προς το καλό χωρίς πόνο.
…Και σήμερα, αν ανοίξουμε συζήτηση για το ποιο είναι το «αγαθόν» στην Οδύσσεια, θα βρεθούν πολλοί ακολουθώντας τον δικό μας Κωνσταντίνο Καβάφη να υποστηρίξουν ότι το αγαθόν είναι το ταξίδι με τις ηδονικές στιγμές του και όχι η Ιθάκη. Έτσι παραχαράζουν τραγικά την Οδύσσεια και κατεβάζουν τον Όμηρο τόσο χαμηλά, όσο είναι και το δικό τους ανάστημα… Αυτό που έκανε τον Ομηρικό Οδυσσέα μέγα διδάσκαλο εθνικά και παγκόσμια είναι η σταθερή πορεία του προς την Ιθάκη, η αντικειμενική και αιώνια υπόσταση της Ιθάκης, το ότι όλες οι περιπέτειες και εμπειρίες της διαδρομής ήταν γι αυτόν «σκύβαλα» προκειμένου να φτάσει στην Ιθάκη…
Αυτοί που αποφαίνονται σαν τον Καβάφη πως αυτό, που έχει σημασία είναι το ωραίο ταξίδι, πλαστογραφούν την Οδύσσεια, γιατί οι ίδιοι δεν έχουν μέσα στα όνειρά τους μιαν Ιθάκη, δεν έχουν γενικά όνειρο, δεν τους κινεί τα σπλάγχνα κανένας «ίμερος», δεν βρέχουν τις νύχτες τη στρωμνή τους με τα δάκρυά τους για μια μακρινή χαμένη πατρίδα.